εξάρα

εξάρα
η
1) шестёрка (костяшка домино, сторона игральной кости); 2) воен, шесть суток гауптвахты;

τούκοψε μιά εξάρα — он дал ему шесть суток гауптвахты


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εξάρα" в других словарях:

  • εξάρα — η (μεγεθυντικό του εξάρι) 1. το κόκαλο του ντόμινου, που έχει από έξι μαύρες κοιλότητες στα δύο του χωρίσματα, το διπλό έξι. 2. στον πληθ. εξάρες (για παιχνίδια που παίζονται με ζάρια), η περίπτωση που τα δύο ζάρια στο ρίξιμό τους σταματούν το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξάρα — η 1. η πλευρά τού κύβου (ζαριού) που έχει έξι στίγματα 2. ένας από τους πεσσούς (πούλια) τού παιχνιδιού ντόμινο που έχει έξι στίγματα σε καθένα από τα δύο χωρίσματα του 3. στον πληθ. εξάρες στα παιχνίδια που παίζονται με κύβους, η περίπτωση που… …   Dictionary of Greek

  • ἐξαράσασθαι — ἐξαρά̱σασθαι , ἐξαράομαι utter curses aor inf mp (attic) ἐξαρά̱σασθαι , ἐξαράομαι utter curses aor inf mp (doric aeolic) ἐξαράομαι utter curses aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαράμενος — ἐξᾱράμενος , ἐξαίρω lift up aor part mid masc nom sg ἐξαρά̱μενος , ἐξαράομαι utter curses pres part mp masc nom sg (doric aeolic) ἐξαρά̱μενος , ἐξαράομαι utter curses pres part mp masc nom sg (doric aeolic) ἐξαρά̱μενος , ἐξαράομαι utter curses… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξάρασ' — ἐξά̱ρᾱσα , ἐξαίρω lift up aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) ἐξά̱ρᾱσι , ἐξαίρω lift up aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐξά̱ρᾱσαι , ἐξαίρω lift up aor part act fem nom/voc pl (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2008–09 Cypriot First Division — Cypriot First Division Season 2008–09 Champions APOEL 20th Cypriot championship Relegated Alki AEK Atromitos Champions League APOEL UEFA Eu …   Wikipedia

  • εξάρι — το 1. το έξι (βλ. λ.). 2. το τραπουλόχαρτο με τον αριθμό έξι. 3. η εξάρα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξάραντ' — ἐξά̱ραντα , ἐξαίρω lift up aor part act neut nom/voc/acc pl ἐξά̱ραντα , ἐξαίρω lift up aor part act masc acc sg ἐξά̱ραντι , ἐξαίρω lift up aor part act masc/neut dat sg ἐξά̱ραντο , ἐξαίρω lift up aor ind mid 3rd pl (doric aeolic) ἐξά̱ραντε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»